τοκογλυφία

τοκογλυφία
η ростовщичество

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "τοκογλυφία" в других словарях:

  • τοκογλυφία — η, Ν 1. (οικον.) ο δανεισμός χρημάτων με επιτόκιο ανώτερο τού νόμιμου 2. (ποιν. δίκ.) περιουσιακό έγκλημα βαθμού πλημμελήματος το οποίο συνίσταται, γενικά, στη συνομολόγηση ή λήψη περιουσιακών ωφελημάτων προφανώς δυσανάλογων προς την παροχή… …   Dictionary of Greek

  • τοκογλυφία — η ο δανεισμός με τόκο υψηλότερο από το νόμιμο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τόκος — Αποζημίωση που παίρνει ο κεφαλαιούχος χρησιμοποιώντας ο ίδιος (πρωτογενής τ. του κεφαλαίου) ή παραχωρώντας τη χρήση σε άλλους (τ. δανείου) ενός ορισμένου κεφαλαίου του, για μια ορισμένη χρονική περίοδο. Από τον Μεσαίωνα το θέμα του τ. τράβηξε την …   Dictionary of Greek

  • αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… …   Dictionary of Greek

  • ζούρα — (I) η 1. (για λιπαρά υγρά) κατακάθι, υποστάθμη, ίζημα 2. καχεξία, μαρασμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. usura. Κατ άλλη άποψη υποχωρητικό παρ. < ζουριάζω*]. (II) ζούρα και οὐζούρα, ἡ (Μ) 1. τοκογλυφία, εκμετάλλευση 2. τόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. usura] …   Dictionary of Greek

  • κουλάκος — (ρωσ. kulak = πυγμή, γροθιά). Κ. ονομαζόταν εκείνος ο οποίος πλούτιζε με την εκμετάλλευση, την τοκογλυφία και την αισχροκέρδεια. Ο όρος αυτός χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά την τελευταία δεκαετία του 19ου αι. για να χαρακτηρίσει την αστική τάξη… …   Dictionary of Greek

  • κραχ — Χρηματιστηριακός όρος, ο οποίος δηλώνει τη μεγάλη και απότομη πτώση των τιμών του χρηματιστηρίου. Η πτώση αυτή προκαλείται από πανικό, εξαιτίας διαφόρων οικονομικών, δημοσιονομικών ή πολιτικών γεγονότων. Ο όρος κ. χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά… …   Dictionary of Greek

  • οικονομία — Ο όρος, ελληνικός που έγινε παγκόσμιος, σημαίνει, στην πρώτη του έννοια, διαχείριση του οίκου· γενικότερα όμως ο. είναι σήμερα η επιστήμη που μελετά την παραγωγή, τη διανομή και την κατανάλωση του πλούτου και συγχρόνως τους νόμους που τις… …   Dictionary of Greek

  • παρατράπεζα — η η ανάπτυξη από άτομο ή ομάδα ατόμων παράνομων οικονομικών δραστηριοτήτων με σκοπό την τοκογλυφία και την εκμετάλλευση τών συναλλασσομένων …   Dictionary of Greek

  • τζούρα — η, Ν 1. υποστάθμη, κατακάθι υγρού 2. ρουφηξιά καπνού από τσιγάρο 3. (κατ. επέκτ.) μικρή δόση, μικρή ποσότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. usura «τοκογλυφία, αισχροκέρδεια»] …   Dictionary of Greek

  • πατρικιάτο — Όρος με τον οποίο χαρακτηριζόταν η κληρονομική αριστοκρατία της αρχαίας Ρώμης και το ανώτατο στρώμα των πλουσίων στις μεσαιωνικές δυτικοευρωπαϊκές πόλεις, που είχε ιδιαίτερα δικαιώματα και προνόμια στην αστική κοινότητα. Η οικονομική του δύναμη… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»